- παράκρουσις
- παράκρουσιςstriking falselyfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακρούσει — παράκρουσις striking falsely fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρακρούσεϊ , παράκρουσις striking falsely fem dat sg (epic) παράκρουσις striking falsely fem dat sg (attic ionic) παρακρούω strike aside aor subj act 3rd sg (epic) παρακρούω strike… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρούσεις — παράκρουσις striking falsely fem nom/voc pl (attic epic) παράκρουσις striking falsely fem nom/acc pl (attic) παρακρούω strike aside aor subj act 2nd sg (epic) παρακρούω strike aside fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρούσεσιν — παράκρουσις striking falsely fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρούσιας — παράκρουσις striking falsely fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρούσιες — παράκρουσις striking falsely fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράκρουσιν — παράκρουσις striking falsely fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράκρουση — η / παράκρουσις, ούσεως, ΝΑ [παρακρούω] 1. εσφαλμένη κρούση μουσικού οργάνου, λαθεμένος μουσικός τόνος, παραφωνία 2. παραλογισμός, πλάνη 3. παραφροσύνη, τρέλα νεοελλ. (ψυχιατρ.) ακουστική παραίσθηση που αποτελεί ψυχικό και συνήθως παθολογικό… … Dictionary of Greek
παρακρουσιχοίνικος — ον, Α (ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο μέτρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράκρουσις «απάτη» + χοῖνιξ, ικος «μέτρο χωρητικότητας» (πρβλ. ημι χοίνικος)] … Dictionary of Greek
παρακρούσεως — παρακρούσεω̆ς , παράκρουσις striking falsely fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρούσῃ — παρακρούσηι , παράκρουσις striking falsely fem dat sg (epic) παρακρούω strike aside aor subj mid 2nd sg παρακρούω strike aside aor subj act 3rd sg παρακρούω strike aside fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)